Τὴν ἄνανδρη φύσι σας, ἄνδρες, ξεντύνω,
στὴν σάρκα ποὺ ἀσπαίρει τὸν τρόμο γεννῶ,
στὰ ἄρρενα
μέλη τὸ κτῆνος ἐκτείνω,
στὸ
λαίμαργο ῤύγχος τὸν ῤόγχο ξερνῶ.
Τὴν ὄψι
τοῦ χοίρου στὸ βλέμμα χαράζω,
νεκρώνω
τῆς στύσης τ’ὀρθό σας κεντρὶ
μὲ
φάρμακα ἀρχαῖα ποὺ χρόνια ἀποστάζω
κι ἐμὲ
γιγαντώνουν πλασμένη μικρή.
Τὸ ἀρχέγονο
θῆλυ ποὺ εἶμαι ποθεῖτε,
μὰ ἔθνους
θνητὸς ἀνθρωπίνου κανεὶς
στὸ ἀπρόσληπτο
σῶμα μου ποὺ ὕπτιο κεῖται
δὲν ἔγειρε
ἀπάνω ἀφέντης πρηνής.
Στὴν
ἄναδρη φύσι σας, ἄνδρες, ὀφείλω
τῆς
κρύφιας γνώσης τὴν ἔσχατη ἰσχύ,
στὸ
δείλαιο, πρόστυχο, φαῦλο σας φύλο
ποὺ
σπέρνει σὲ πόρνης μιὰ μήτρα ῤηχή.
Τῆς ἄναδρης
φύσης σας, ἄνδρες, τὸ πτῶμα
στριμώχνω
σὲ ζώου λεροῦ τὸ κορμί,
στοῦ
ἄκτιστου ἀνάκτορου μόνη τὸ δῶμα
τὸν Ἕνα
προσμένω σταλμένο τοῦ Ἑρμῆ.
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου