Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΙΡΚΗ

(συμπλεγματικῶς παρηχητικόν)


 


Τὴν νανδρη φύσι σας, νδρες, ξεντύνω,

στν σάρκα πο σπαίρει τν τρόμο γεννῶ,

στὰ ἄρρενα μέλη τὸ κτῆνος ἐκτείνω,

στὸ λαίμαργο ῤύγχος τὸν ῤόγχο ξερνῶ.

Τὴν ὄψι τοῦ χοίρου στὸ βλέμμα χαράζω,

νεκρώνω τῆς στύσης τ’ὀρθό σας κεντρὶ

μὲ φάρμακα ἀρχαῖα ποὺ χρόνια ἀποστάζω

κι ἐμὲ γιγαντώνουν πλασμένη μικρή.

Τὸ ἀρχέγονο θῆλυ ποὺ εἶμαι ποθεῖτε,

μὰ ἔθνους θνητὸς ἀνθρωπίνου κανεὶς

στὸ ἀπρόσληπτο σῶμα μου ποὺ ὕπτιο κεῖται

δὲν ἔγειρε ἀπάνω ἀφέντης πρηνής.

Στὴν ἄναδρη φύσι σας, ἄνδρες, ὀφείλω

τῆς κρύφιας γνώσης τὴν ἔσχατη ἰσχύ,

στὸ δείλαιο, πρόστυχο, φαῦλο σας φύλο

ποὺ σπέρνει σὲ πόρνης μιὰ μήτρα ῤηχή.

Τῆς ἄναδρης φύσης σας, ἄνδρες, τὸ πτῶμα

στριμώχνω σὲ ζώου λεροῦ τὸ κορμί,

στοῦ ἄκτιστου ἀνάκτορου μόνη τὸ δῶμα

τὸν Ἕνα προσμένω σταλμένο τοῦ Ἑρμῆ.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΝ






















 

Κὺρ Γαραντούδη μου, ποὺ ἀλαζονεύτηκες,

μισὴ ντουζίνα ποιητὲς καὶ βάλε

τοὺς φόρτωσες μὲ κατηγόριες ψεύτικες∙

μπάστα λιγάκι κι ἄκου ῥὲ μεγάλε:

 

Θἄθελες νἄσουνα -καὶ ἂς κουρεύτηκες-

μιὰ τρίχα τοῦ Βολκώφ, καὶ στὸ φινάλε

σφύριζες κάτι μελῳδίες κλέφτικες

ὅταν στὴ Σόφη γράφαμε τὸ πάλαι.

 

Γι’ ἀνθρώπους εὐγενεῖς καὶ λιγομίλητους

στίχους ἀτέχνους ἔγραψες, μὰ κοίτα

πῶς κάποιοι τολμηρότεροι καὶ φίλοι τους

 

μάθε, σοῦ λέν, ξανὰ τὴν ἀλφαβήτα.

Ταλέντο τραγῳδοῦ γιὰ τὸ σοννέτο

θὲς κι ὄχι μόνο τ’ ὄνομά του σκέτο.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

ΒΡΟΧΗ ΙΙΙ



Βρέχει ἐρήμην τ’οὐρανοῦ, μὰ βρέχει,
χωρὶς νὰ τηρηθοῦν οἱ διατυπώσεις,
χωρὶς κανένας ὅρος νὰ συντρέχῃ

κι εὐθύνες νὰ μπορέσῃς ν’ἀποδώσῃς.
Βρέχει ἐρήμην τ’οὐρανοῦ, ἀθρόα,
θαρρεῖς καὶ στοῦ καιροῦ τὶς ἐξισώσεις

λαθέψαν τὰ Μεγάλα Ὑπερῷα∙
κἀμμιὰ μεταβλητὴ θἆχε γλιστρήσει
κρυφὰ ἀπ’τοῦ μαυροπίνακα τὴν ᾤα

κι ἔχουν τοῦ κόσμου τώρα πλημμυρίσει
τὰ βάραθρα μὲ πύον καὶ τὰ κοῖλα,
ἔχουν τὰ ἕλκη πιὰ κακοφορμίσει

κι ἐκκρίνουν τῆς ἠπείρου τὴν σαπίλα.
Βρέχει ἐρήμην τῆς ἀλήθειας, δῖνες
καρφώνουν στὴν Μεσόγειο τορπίλλα,

ῥαγίζουν οἱ οὐράνιοι σωλῆνες.
Ψηλότερα, στοῦ Ὀλύμπου τοὺς ἐξῶστες
δὲν ἤχησαν ἀκόμη οἱ σειρῆνες∙

δὲν πρέπουν στοὺς θεοὺς ναυαγοσῶστες.




ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

ΑΥΤΗ Η ΒΡΟΧΗ




Αὐτὴ ἡ βροχὴ δὲν ἦρθε νὰ ξεπλύνῃ
τοὺς τάφους τῶν πατέρων ἀπ’τὴν σκόνη,
σταλάζει σὰν διάφανη ὀδύνη

τὸ μέλλον στὰ νερά της ἀραιώνει·
ἀργή, ὅπως τῶν δάκτυλων ὁ κτύπος,
σταλαγματιὲς στὸ νάυλον καρφώνει·

ψιθυριστή, λὲς καὶ ῤωτάει μήπως
στὴν γῆ ἀνεπιθύμητη προσπίπτει·
λυμφατική, κι ἡ ἴδια ἕνας ῤύπος,

ὑγρὴ ἐπιδημία ποὺ ἐνσκήπτει
ἀπὸ σωροὺς ἀρρωστημένα νέφη
βγαλμένα ἀπ’τοῦ φθινόπωρου τὴν κρύπτη,

μυρίζει ναφθαλίνη, ἐπιστρέφει
μὲς στὰ βαθιὰ ὑπόγεια ταμεῖα
καὶ πίσω της τὸ τίποτε νὰ γνέφῃ:

ἡ γνώριμη ἀδιάφορη ἠρεμία.
Στεγνὴ ἡ γῆ, στεγνότερη ἀπὸ πρῶτα:
μιὰ παρὰ φύσιν ἔδρασε χημεία

καὶ σκούπισε κατόπιν τὸν ἱδρῶτα.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

ΧΑΪΚΟΥ



Τί μπορεῖ νὰ πῇ
τάχατες ἀλλιώτικο
τὸ ξημέρωμα;
     ***
Ὄχι τώρα πιὰ
πάλι φρικτῶν προσμονῶν
ἀνανεώσεις.
     ***
Τάχα πόνεσε
τὸ κλαδὶ ποὺ τσάκισε
κρύος ἄνεμος;
     ***
Βαριανασαίνει
τὸ χιόνι ποὺ κοιμᾶται
πάνω στὴν σκεπή.
     ***
Νωρὶς ξύπνησες
καὶ πάλι ἀμυγδαλιά·
ξανακοιμήσου.
     ***
Ἄχ ἡ καρδιά μου!
Στὴν χάρισα καὶ τώρα
σκύλοι τὴν σβαρνοῦν.
      ***
Μάτια σφαλιχτά:
σὰν ἄστρα πεθαμένα
ἀκόμη φέγγουν.
      ***
Μικρὲς ἀγκαλιὲς
καταπίνουν ἀνθρώπους
καὶ μεγαλώνουν.
      ***
Μὰ τί θαρροῦσες,
πὼς γιὰ πάντα καινούργιος
θἆναι ὁ κόσμος;
      ***
Ἔκθλιψ’ ἡλίου:
σὲ ἀποστρόφου σχῆμα
κρύβεται μισός.
      ***
Οὔτε βραδιάζει
οὔτε καὶ ξημερώνει
μὲ διατάγματα.
      ***
Καὶ οἱ σελίδες
διαβάζουνε κάποτε
τὰ πρόσωπά μας.
      ***
«Μὰ εἶσαι μικρὸς»
ἢ -δὲν ἀκούω καλά-
«νεκρὸς» μοῦ εἶπες;
      ***
Ματιὰ τὴ ματιὰ
λαξεύτηκες στὸ σχῆμα
τοῦ βλέμματός μου.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

ΙΕΖΕΚΙΗΛ




Υἱὸς θνητῶν ἐγὼ κι Ἐκεῖνος ἄρρητος,
μὰ μ’ ἔχρισε προφήτη τοῦ λαοῦ Του,
ἱκέτη ἐπιχθόνιο τῆς χάριτος
κι ἀντίκλητο στὴν γῆ τοῦ οὐρανοῦ Του.
Καὶ τί νὰ προφητεύσω τώρα -ἀλίμονο-
σ’ἕνα λαὸ ποὺ πιὰ λαὸς δὲν εἶναι,
μὰ μόνο στῖφος πορνικὸ κι ἐπίμονο
στὸ ψέμμα του, σκυφτὸ στὸ θεαθῆναι;
Ἔθνος μοιχό, κυήματα τῆς Γέενας
ποιός σᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας;
Ἰδοὺ τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο τῆς λέαινας
βρυχᾶται τὸν ὀλέθριο χαμό σας,
ἰδοὺ συντρίβονται ὀροφὲς καὶ κίονες,
τὰ τείχη γίνονται ἕνα μὲ τὸ χῶμα
κι ἀντίλαλος στοὺς δρόμους οἱ δυσοίωνες
τοῦ σκύλου ὑλακὲς ποὺ σέρνει πτῶμα.
Ἰδοὺ οἱ πόλεις σου Ἰούδα ἀπύλωτες
σὰν πόρνες ποὺ ἀνοίγουνε τὰ σκέλη,
σφυρίζει τὸ καμτσίκι τώρα κι εἵλωτες
τοὺς γιοὺς στὴν Βαβυλῶνα ξαποστέλλει
πατέρων ποὺ τὰ μάτια τὸ μαρκάλεμα
πρὶν κλείσουν εἶδαν ἄτιμο τῆς νύφης
καὶ μέσα στὸ στερνό τους ἀργοσάλεμα
Θεέ μου, τὸν λαό σου νὰ ἐξαλείφῃς.
Ἄκου Σιών, τὰ ἔργα σου εἱλητάρια
τὰ πρόστυχα δὲν χώρεσαν χιλιάδες
κι ἐσὺ κι ἡ ἀδελφή σου ἡ Σαμάρεια
πουτάνες τῶν εἰδώλων καὶ μαινάδες,
πῶς τρέχατε ξοπίσω ἀπὸ σφυρήλατους,
ἀνάγλυφους, χυτοὺς καὶ λαξεμένους
θεοὺς καὶ βουτηγμένες στὴν σαπίλα τους
πορνεύατε στὰ ἄλση τοῦ τεμένους,
τοῦ Βάαλ, τῆς Ἀστάρτης, τελισκόμενες,
αἰσχρὰ μπογιατισμένες μὲ τὸ στίμμι,
μὲ ὄργια σὲ ξόανα δεόμενες
προγράφατε τοῦ γένους σας τὴν λύμη.
Τέτοιοι σᾶς πρέπανε θεοί, σωσίες σας,
κουφοί, βουβοί, τυφλοί, ἀκινητοῦντες,
ἀνίσχυροι μπροστὰ στὶς ἱκεσίες σας,
ἀκίνδυνοι γιὰ ὑπήκοους καὶ κρατοῦντες,
λιθάρια μὲ ἐσθῆτες καὶ φορέματα,
τὸ τίποτε ντυμένο μὲ τὸ κάτι,
συνένοχοι στὰ οἰκτρά σας μασκαρέματα,
ἕν’ ἄλλοθι γιὰ κάθε σας ἀπάτη·
τέτοιοι σᾶς πρέπανε θεοί, ἐπίγειοι,
μὲ κίναιδους προπόλους καὶ προφῆτες,
τοὺς θέλατε καὶ θέλατε νὰ φύγῃ ἡ
εὐθύνη ἀπὸ σᾶς Ἰσραηλῖτες.
Ἰδοὺ λοιπόν: ὁ οἶκος σας τετέλεσται,
ἡ πόλις ἡ ἁγία σας ἑάλω,
στὰ ἔθνη τώρα πιὰ δὲν θ’ἀναγγέλεστε
μαζὶ μὲ τ’ὄνομά Του τὸ μεγάλο.
Πενθῆστε τὸν Θαμμούζ σας μὲ ἀντίφωνα,
μὲ κλάμματα, μὲ δάκρυα, μὲ θρῆνο,
ἰδοὺ τὸν βασιλέα σας στὸν κύφωνα
αἰχμάλωτο, τυφλὸ τὸν παραδίνω.
Φωτιὰ παντοῦ γιὰ σᾶς τὸ κατευόδωμα
τὴν χώρα ποὺ μολύνατε ξεγράφει,
δὲν εἶστε ὁ λαός μου, εἶστε Σόδομα,
σὰν Σόδομα πνιχτῆτε στὸ θειάφι,
μισῆστε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν Κύριο,
πτώματα σεῖς, ὀστᾶ γυμνά, κρανία,
ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία κοιμητήριο
καὶ τάφοι σας γινῆκαν τὰ πορνεῖα.
Μονάχα σκελετοὶ σ’ ἕν’ ἀτελείωτο
πεδίο ἀπὸ σᾶς ὅ,τι ἀπομένει
κι αὐτὸ ποὺ θεωρούσατε ἀναλλοίωτο
χλευάζει τώρα ὅλη ἡ οἰκουμένη.

Κι ἐγώ, ποὺ σπλάχνα λὲν πὼς ἔχω βράχινα,
κι ὡστόσο εἶμαι σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός σας,
τοὺς στίχους μου στὸν πόνο μου κι ἂν τράχυνα
χαμό μου λογαριάζω τὸν χαμό σας.

***
Καὶ μ’ἔφερε στὸν κάμπο μὲ τὰ κόκκαλα,
σημεῖα ὁρατὰ τοῦ Ἀοράτου,
σαρίδια, περιτρίμματα καὶ φρόκαλα,
τὰ λάφυρα τῆς δόξας τοῦ θανάτου,
ὀστᾶ ξηρά,  καὶ διέταξε: «προφήτευσε
ζωὴ πὼς θ’ἀποκτήσουνε καὶ πνεῦμα,
ὁ ὄλεθρος στὶς σάρκες τους ποὺ θήτευσε
θὰ σβήσῃ μὲ τὸ θεῖο μου τὸ νεῦμα
κι ἐκεῖ ποὺ ὁ σκορπιὸς φρικτὸς δυνάμωνε
τοῦ σκώληκα τὴν πεῖνα καὶ τοῦ γύπα
κι ὁ θάνατος τὸν θάνατο ἀντάμωνε,
ζωὴ θ’ἀναβλαστήσῃ ὅπως εἶπα.
Ὁ Κύριος, ἐγώ, ἰδοὺ ἐντέλλομαι,
ὁ Λόγος μου κι Ἐγὼ εἴμαστε ἕνα,
ἐλπίδα τῶν μελλόντων μόνη μέλλομαι
καὶ Θάνατος κι Ἀνάστασι καὶ Γέννα».


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ




Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ











Γύρω μου κύκλος οἱ δαίμονες,
ἔκστασι, χαύνωσι, μέθη·
κόλασι οἱ ἰδέες οἱ ἔμμονες,
κόλασι ποὺ ὅλα τ’ἀλέθει.

Νύχτα μὲ νύχτα συνώρεψε,
σκότος τὸ σκότος ξερνάει,
ξόρκι μιὰ στρίγγλα ποὺ χόρεψε
ὅλη ἡ ζωή μου καὶ πάει.

Ἄγνωστη, ἄφατη, ἄβατη
μένει τοῦ κόσμου ἡ ἰδέα·
Θέ μου, μὲ δύναμι τράβα τη
νὰ πέσῃ ἐτούτη ἡ αὐλαία.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ