Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ


Μὰ τώρα πράγματι θαρρεῖς τὶς καταλήξεις
πὼς εἶναι Τέχνη νὰ ταιριάζῃς μεταξύ τους;
Μὲ στίχους ἰσοσύλλαβους ποὺ πᾷς νὰ σμίξῃς
παράγεις νόημα μονάχα γι’ἀνοήτους.

Μισῶ τὰ ποιήματα, τὰ μέτρα καὶ τὶς ῤίμες,
εἶν’ ἕνας τρόπος ἔκφρασης παιδαριώδης,
ὅπως τῶν κλόουν οἱ γελοῖες παντομῖμες.
Καὶ τ’ εἶμαι ἐγώ, μήπως κανένας ξυλοπόδης,

μήπως σὰν δαύτους στὸ σχοινὶ ποὺ περπατᾶνε
ἤ ἄραγε μαντιναδόρος ῤακοπότης;
Ἄ ὄχι μεθυσμένων χούγια δὲν μοῦ πᾶνε,
μ’ ἀρέσει μόνο τοῦ πεζοῦ ἡ σοβαρότης.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΛΕΥΚΟΝΟΗ



στὴν Σοφία Κολοτούρου
γιὰ τὴν τετραετῆ  της ἐπιμονὴ νὰ δημοσιευθῇ


Βραδιάζει, ἀνορθώνω κηροπήγια
καὶ σὰν ν’ἀνακαινίζεσαι στὸ ἡμίφως
μὲ ὅλα τὰ ἐπουράνια κι ἐπίγεια
νὰ σμίγουν στὴν σκιὰ κατακορύφως.
Τὰ χέρια σου ὑψώνονται ἀήττητα
συντρίβοντας παγκόσμιες δυνάμεις,
τὴν ὕλη καταργεῖ καὶ τὴν βαρύτητα
μονάχα ἡ ὑποψία μιᾶς παλάμης.

Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποῦ θὰ κατέληγα;
Ἐδῶ ἐναποθέτω κάθε μέλλον,
πετοῦνε, φτερουγίζουν ἑξαπτέρυγα
τριγύρω μου∙ σὲ τάγματα ἀρχαγγέλων
μεμιᾶς μετουσιώνονται αὐτόματα
τοῦ κόσμου οἱ μεγάλοι καρχαρίες,
μετάρσια, πτερωτὰ καὶ πολυόμματα
λαμπρύνουν τὶς ἀπόκρυφες λατρεῖες.

«Κι ὁ κόσμος», ξαφνικὰ διερωτήθηκες,
«ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει τί θὰ γίνῃ»
Γι’αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις τὶς ἀνήθικες
δὲν πλάστηκαν τ’ἀστέρια κι ἡ Σελήνη.
Κοιμήσου στὸ πλευρό μου ἔτσι ἀνέμελα
καὶ ξέχνα τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη,
ὁ κόσμος ἂς γκρεμίζεται συθέμελα,
ἂς πέφτουν ἱερά, ἁψῖδες, κλίτη.

Δὲν εἶναι λόγος τοῦτος ποὺ σὲ τάραξε
καθόλου σοβαρός∙ πέσε κοιμήσου,
ξανὰ στὴν ἀγκαλιά μου γεῖρε κι ἄραξε
κι ἐγὼ θὰ συγκυλίωμαι μαζί σου.
Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποὺ θὰ κατέληγα;
Ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει εἶν’ ἀπ’ ἔξω.
Ἐδῶ τὰ χερουβίμ, τὰ ἐξαπτέρυγα:
Μπορεῖ μὲ τὸν καιρὸ καὶ νὰ τ’ἀντέξω.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

ΑΦΗΓΗΣΙ


Ἅγια τοῦ κόσμου τιμαλφῆ, ἔσχατα πρῶτα,
συστήματα μεθοδικὰ τῶν φιλοσόφων,
οὐσίες ἀπροσπέλαστες, συμβεβηκότα,
οἰκοδομὲς θεωριῶν πολυωρόφων,

ἀλήθειες ἀδιάβρωτες, ἐξαίσιου γλύπτη
μνημεῖα καὶ ἀγάλματα αὐτοκρατόρων,
ὅλο τὸ κλέος τ’ οὐρανοῦ γιὰ σᾶς προκύπτει
μόνο σὰν ἄθροισμα ψυχρὸ τυχαίων ὅρων.

Ὁ χρόνος ποὺ μετρήθηκε νὰ σᾶς ἀνήκῃ
σ’ἀναβαθμοὺς ὑψώνεται μιᾶς ὀπτασίας
κι ἄλλοτε λάμπει σὰ χρυσὸς σὲ μιὰ προθήκη
μ’ἕνα ἐπίχρισμα φωτὸς κι ἀθανασίας.

Κάποτε στήνεστε βωμοί, κάποτε θρόνοι,
κάποτε μέταλλα ἱστῶν γιὰ τὶς σημαῖες
κι ἕνα μονάχα τίναγμα σᾶς βαραθρώνει
κι ἀναδιατάσσει μονομιᾶς δομὲς ἑδραῖες.

Ἀλήθειες ἀνοξείδωτες, στίλβοντα ξίφη,
Λόγε, Θυσία, Προσταγή, Ἔρωτα, Πτῶσι,
λίθοι θεμέλιοι τῆς Γῆς, σκληρὰ κελύφη,
χῶροι καὶ χρόνοι συμπαγεῖς καὶ Νοῦ καὶ Γνῶσι...


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ