Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

ΧΑΪΚΟΥ



Τί μπορεῖ νὰ πῇ
τάχατες ἀλλιώτικο
τὸ ξημέρωμα;
     ***
Ὄχι τώρα πιὰ
πάλι φρικτῶν προσμονῶν
ἀνανεώσεις.
     ***
Τάχα πόνεσε
τὸ κλαδὶ ποὺ τσάκισε
κρύος ἄνεμος;
     ***
Βαριανασαίνει
τὸ χιόνι ποὺ κοιμᾶται
πάνω στὴν σκεπή.
     ***
Νωρὶς ξύπνησες
καὶ πάλι ἀμυγδαλιά·
ξανακοιμήσου.
     ***
Ἄχ ἡ καρδιά μου!
Στὴν χάρισα καὶ τώρα
σκύλοι τὴν σβαρνοῦν.
      ***
Μάτια σφαλιχτά:
σὰν ἄστρα πεθαμένα
ἀκόμη φέγγουν.
      ***
Μικρὲς ἀγκαλιὲς
καταπίνουν ἀνθρώπους
καὶ μεγαλώνουν.
      ***
Μὰ τί θαρροῦσες,
πὼς γιὰ πάντα καινούργιος
θἆναι ὁ κόσμος;
      ***
Ἔκθλιψ’ ἡλίου:
σὲ ἀποστρόφου σχῆμα
κρύβεται μισός.
      ***
Οὔτε βραδιάζει
οὔτε καὶ ξημερώνει
μὲ διατάγματα.
      ***
Καὶ οἱ σελίδες
διαβάζουνε κάποτε
τὰ πρόσωπά μας.
      ***
«Μὰ εἶσαι μικρὸς»
ἢ -δὲν ἀκούω καλά-
«νεκρὸς» μοῦ εἶπες;
      ***
Ματιὰ τὴ ματιὰ
λαξεύτηκες στὸ σχῆμα
τοῦ βλέμματός μου.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

ΙΕΖΕΚΙΗΛ




Υἱὸς θνητῶν ἐγὼ κι Ἐκεῖνος ἄρρητος,
μὰ μ’ ἔχρισε προφήτη τοῦ λαοῦ Του,
ἱκέτη ἐπιχθόνιο τῆς χάριτος
κι ἀντίκλητο στὴν γῆ τοῦ οὐρανοῦ Του.
Καὶ τί νὰ προφητεύσω τώρα -ἀλίμονο-
σ’ἕνα λαὸ ποὺ πιὰ λαὸς δὲν εἶναι,
μὰ μόνο στῖφος πορνικὸ κι ἐπίμονο
στὸ ψέμμα του, σκυφτὸ στὸ θεαθῆναι;
Ἔθνος μοιχό, κυήματα τῆς Γέενας
ποιός σᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας;
Ἰδοὺ τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο τῆς λέαινας
βρυχᾶται τὸν ὀλέθριο χαμό σας,
ἰδοὺ συντρίβονται ὀροφὲς καὶ κίονες,
τὰ τείχη γίνονται ἕνα μὲ τὸ χῶμα
κι ἀντίλαλος στοὺς δρόμους οἱ δυσοίωνες
τοῦ σκύλου ὑλακὲς ποὺ σέρνει πτῶμα.
Ἰδοὺ οἱ πόλεις σου Ἰούδα ἀπύλωτες
σὰν πόρνες ποὺ ἀνοίγουνε τὰ σκέλη,
σφυρίζει τὸ καμτσίκι τώρα κι εἵλωτες
τοὺς γιοὺς στὴν Βαβυλῶνα ξαποστέλλει
πατέρων ποὺ τὰ μάτια τὸ μαρκάλεμα
πρὶν κλείσουν εἶδαν ἄτιμο τῆς νύφης
καὶ μέσα στὸ στερνό τους ἀργοσάλεμα
Θεέ μου, τὸν λαό σου νὰ ἐξαλείφῃς.
Ἄκου Σιών, τὰ ἔργα σου εἱλητάρια
τὰ πρόστυχα δὲν χώρεσαν χιλιάδες
κι ἐσὺ κι ἡ ἀδελφή σου ἡ Σαμάρεια
πουτάνες τῶν εἰδώλων καὶ μαινάδες,
πῶς τρέχατε ξοπίσω ἀπὸ σφυρήλατους,
ἀνάγλυφους, χυτοὺς καὶ λαξεμένους
θεοὺς καὶ βουτηγμένες στὴν σαπίλα τους
πορνεύατε στὰ ἄλση τοῦ τεμένους,
τοῦ Βάαλ, τῆς Ἀστάρτης, τελισκόμενες,
αἰσχρὰ μπογιατισμένες μὲ τὸ στίμμι,
μὲ ὄργια σὲ ξόανα δεόμενες
προγράφατε τοῦ γένους σας τὴν λύμη.
Τέτοιοι σᾶς πρέπανε θεοί, σωσίες σας,
κουφοί, βουβοί, τυφλοί, ἀκινητοῦντες,
ἀνίσχυροι μπροστὰ στὶς ἱκεσίες σας,
ἀκίνδυνοι γιὰ ὑπήκοους καὶ κρατοῦντες,
λιθάρια μὲ ἐσθῆτες καὶ φορέματα,
τὸ τίποτε ντυμένο μὲ τὸ κάτι,
συνένοχοι στὰ οἰκτρά σας μασκαρέματα,
ἕν’ ἄλλοθι γιὰ κάθε σας ἀπάτη·
τέτοιοι σᾶς πρέπανε θεοί, ἐπίγειοι,
μὲ κίναιδους προπόλους καὶ προφῆτες,
τοὺς θέλατε καὶ θέλατε νὰ φύγῃ ἡ
εὐθύνη ἀπὸ σᾶς Ἰσραηλῖτες.
Ἰδοὺ λοιπόν: ὁ οἶκος σας τετέλεσται,
ἡ πόλις ἡ ἁγία σας ἑάλω,
στὰ ἔθνη τώρα πιὰ δὲν θ’ἀναγγέλεστε
μαζὶ μὲ τ’ὄνομά Του τὸ μεγάλο.
Πενθῆστε τὸν Θαμμούζ σας μὲ ἀντίφωνα,
μὲ κλάμματα, μὲ δάκρυα, μὲ θρῆνο,
ἰδοὺ τὸν βασιλέα σας στὸν κύφωνα
αἰχμάλωτο, τυφλὸ τὸν παραδίνω.
Φωτιὰ παντοῦ γιὰ σᾶς τὸ κατευόδωμα
τὴν χώρα ποὺ μολύνατε ξεγράφει,
δὲν εἶστε ὁ λαός μου, εἶστε Σόδομα,
σὰν Σόδομα πνιχτῆτε στὸ θειάφι,
μισῆστε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν Κύριο,
πτώματα σεῖς, ὀστᾶ γυμνά, κρανία,
ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία κοιμητήριο
καὶ τάφοι σας γινῆκαν τὰ πορνεῖα.
Μονάχα σκελετοὶ σ’ ἕν’ ἀτελείωτο
πεδίο ἀπὸ σᾶς ὅ,τι ἀπομένει
κι αὐτὸ ποὺ θεωρούσατε ἀναλλοίωτο
χλευάζει τώρα ὅλη ἡ οἰκουμένη.

Κι ἐγώ, ποὺ σπλάχνα λὲν πὼς ἔχω βράχινα,
κι ὡστόσο εἶμαι σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός σας,
τοὺς στίχους μου στὸν πόνο μου κι ἂν τράχυνα
χαμό μου λογαριάζω τὸν χαμό σας.

***
Καὶ μ’ἔφερε στὸν κάμπο μὲ τὰ κόκκαλα,
σημεῖα ὁρατὰ τοῦ Ἀοράτου,
σαρίδια, περιτρίμματα καὶ φρόκαλα,
τὰ λάφυρα τῆς δόξας τοῦ θανάτου,
ὀστᾶ ξηρά,  καὶ διέταξε: «προφήτευσε
ζωὴ πὼς θ’ἀποκτήσουνε καὶ πνεῦμα,
ὁ ὄλεθρος στὶς σάρκες τους ποὺ θήτευσε
θὰ σβήσῃ μὲ τὸ θεῖο μου τὸ νεῦμα
κι ἐκεῖ ποὺ ὁ σκορπιὸς φρικτὸς δυνάμωνε
τοῦ σκώληκα τὴν πεῖνα καὶ τοῦ γύπα
κι ὁ θάνατος τὸν θάνατο ἀντάμωνε,
ζωὴ θ’ἀναβλαστήσῃ ὅπως εἶπα.
Ὁ Κύριος, ἐγώ, ἰδοὺ ἐντέλλομαι,
ὁ Λόγος μου κι Ἐγὼ εἴμαστε ἕνα,
ἐλπίδα τῶν μελλόντων μόνη μέλλομαι
καὶ Θάνατος κι Ἀνάστασι καὶ Γέννα».


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ




Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ











Γύρω μου κύκλος οἱ δαίμονες,
ἔκστασι, χαύνωσι, μέθη·
κόλασι οἱ ἰδέες οἱ ἔμμονες,
κόλασι ποὺ ὅλα τ’ἀλέθει.

Νύχτα μὲ νύχτα συνώρεψε,
σκότος τὸ σκότος ξερνάει,
ξόρκι μιὰ στρίγγλα ποὺ χόρεψε
ὅλη ἡ ζωή μου καὶ πάει.

Ἄγνωστη, ἄφατη, ἄβατη
μένει τοῦ κόσμου ἡ ἰδέα·
Θέ μου, μὲ δύναμι τράβα τη
νὰ πέσῃ ἐτούτη ἡ αὐλαία.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΤΡΙΑ ΣΟΝΝΕΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ




Α
ΠΑΓΩΝΙ

Τὰ χλια μτια πνω σου, παγώνι,
σὰν ἄστρα σκοτεινιᾶς χωρὶς φεγγρι,
γιὰ βσκαμα  ῤαμμνο φυλαχτρι
στοῦ φτερωτοῦ οὐρανοῦ σου τὸ σεντνι

—γαλζιο ὑφδι, πρσινο στημνι—
ποὺ ἀνογει πανεμα ὅλο καὶ καμρι.
Κι ἂν μοῦ ᾽ριξες μεμιᾶς ὅλη τὴν χρι
σὲ μιὰ ματιὰ χιλιμματη καὶ μνη

ἀδιφορα γυρνῶ ἀλλοῦ τὸ βλμμα
γυρεοντας δυὸ κκλους ὅλο νζι
ποὺ κποτε μὲ δσανε μὲ γνμα

καὶ τποτ᾽ ἄλλο πλον δὲν μὲ νοιζει·
σὲ κποια κλασι ἀπὸ ττε πῆγα·
τὰ χλια μτια σου, παγώνι, λγα.


Β
ΚΑΛΕΣΜΑ

Χεράκια καμωμένα ἀπὸ σεντέφι
μαράθηκαν καὶ πέσανε σὰν ξύλα
ἀγάπη μόνη μένει νὰ τὰ τρέφῃ
τοῦ ἔρωτά μου κάποια ἀνατριχίλα.

Τὰ μάτια σου ἡ θλῖψι κάτω στρέφει
στὰ ὅσα ξεραμένα σέρνει φύλλα
ὁ ἄνεμος ποὺ πύκνωσε τὰ νέφη
ἀπάνω μας σὲ θάνατου μαυρίλα.

Σιμά μου μόνο γεῖρε καὶ κοιμήσου
καθὼς θὰ μᾶς αντίζουνε οἱ στάλες
κι ἀπόθεσε στεφάνι τὴν ζωή σου

στοῦ πόθου μου τὶς μαρμαρένιες σκάλες·
ἀμάραντη θὰ στέκῃ σὰν σὲ μνῆμα
θαμμένο ποὔχει τὸ παλιό μας κρῖμα.



Γ
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ

Τῆς λίμνης νούφαρα ἀρωματώδη,
ταφόπλακες ὑγροῦ κοιμητηρίου,
γενῆτε τοῦ παρθένου μου σαρκίου
νεκρόρρουχα καὶ στόλισμα γιὰ ξόδι.

Ἐμένα μὲ τυλίξαν ἐρεβώδη
τὰ σκότη τοῦ ἐπίγειού μου βίου
κι εἶμαι εἰκόνα κάποιου ἐρειπίου
ποὺ ὕστατο γυρεύει κατευόδι.

Τοῦ κύρη μου τὴν πρόσχαρη ἀγκάλη
ποὺ σβήστηκ᾽ ἀπὸ χέρι λατρεμένο
στὰ βάθη τῶν νερῶν θὰ βρῶ καὶ πάλι,

σ᾽ ἀβύσσου σπιτικὸ πλημμυρισμένο·
στ᾽ ἀμόλευτο τ᾽ ἁβρό μου τὸ λαγόνι
τὸν ᾋδη ὁ Ποσειδώνας  θ᾽ ἀνταμώνῃ.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ