Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ῼΔΗ ΣΤΙΣ ΒΙΛΛΕΣ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΟΛΓΑΣ




Τς νύχτες πς περνοσα π τὴν πύλη σας
γι κείνη τν πόκοσμη πολίχνη,
κυρές μου, πο στν δρόμο τς βασίλισσας
κομίσατε τ πένθιμά μου χνη·
πι σάρκινοι π’τν σάρκα ο σπαίροντες
ρμοί σας, ο μαρμάρινες κολνες,
πυργίσκοι ν ποντίζωνται σ’ χέροντες
τσιμέντου κι στικος ρειπινες.

Κατάδικες σ σόβια συγκατοίκησι
μ ψη κα μ πλάτη κα μ μήκη
πο παίρνουν π τέλους τν κδίκησι
γι’ατ πο στν γενιά τους τώρα νήκει.
Ποιόν ρωτα, μονάκριβά μου θήλεα,
μπνεύσατε, ποιές κρύφιες μανίες
μις στατης δμ σες προπύλαια
κα τ’ δικου χαμο της ρινες;

Γι σένα περπατ ργ κι μφίθυμα
σκεπ το Καπαντζ χωρς κανένα
αδος στν παρει σεμν ρύθημα,
εφρόσυνη, πολύτιμη παρθένα.
Γι σένα τν σιωπή μου, Μπιάνκα, λυσα,
Μορντχ κα Mon Bonheur κα λλατίνι
κι ψώνω τν ματιά μου τώρα, Μέλισσα,
σ’εθεες κα καμπύλες ποχουν μείνει

σν Τεχος τν Δακρύων, σν πόλειμμα
μις πόλεως σβησμένης π’τν χάρτη,
σν ν’ φησε Θες τ εροσόλυμα
στ χέρια το Μολχ κα στν στάρτη.
Το Τούρκου, το βραίου κα το Ἕλληνα,
μ τώρα ρφανές, δικές μου μόνο,
φωτίστε μου τ σκότη πο σέληνα
σ γκρίζες συνοικίες νταμώνω.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΝΕΚΥΙΑ





  • στὴν Σοφία Κολοτούρου

    λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας. 
    Ψα 117,22 Α’ Πε 2,7


    Νεκροί, τῆς μέλλουσας ζωῆς ἐγγύησι,
    καὶ ἅγιοι πατέρων ἀνδριάντες,
    ἐγείρω ἀπ’τοὺς τάφους σας τὴν ποίησι,
    σωρεύω τὰ συντρίμμια σὲ μπαλλάντες
    καὶ μένω νοσταλγὸς στὰ παρασκήνια
    ἐντεῦθεν μιᾶς ἀόρατης αὐλαίας
    ντυμένος τὴν πιὸ μάταιη προσήνεια
    ἢ ἄλλοτε δειλὸς ὑποβολέας

    τῶν ὅρων ποὺ κρυφὰ συνωμολόγησα
    ὑπείκοντας σ’ἀπρόοπτες συνθῆκες
    (σ’ἐκεῖνες ποὺ μὲ δόλο ὑπολόγισα)·
    ὁ κόσμος σαραβάλιασε, νταλίκες
    θὰ ἔρθουν τὸ πρωὶ νὰ τὸν φορτώσουνε,
    ὁ κόσμος ποὺ ἀνῆκα καὶ ἀνῆκες
    πρὶν ἄλλον μὲ ἐγκύκλιο ἐκδώσουνε
    καὶ στείλουνε τὸν πρῶτο στὶς ἀντίκες

    ἢ γιὰ φωτιὰ σὲ κάποιαν ὑψικάμινο,
    ὁ χρόνος ποὺ διανύθηκε εὐθυγράμμως
    νὰ καίγεται ἑξάμηνο – ἑξάμηνο
    νὰ χωριστοῦν τὸ μέταλλο κι ἡ ἄμμος,
    νὰ χωριστοῦν σὰν ὅλα τὰ ἀχώριστα,
    τὰ ὅσα ἑνωθῆκαν ἰσοβίως
    κι ὁ βίος τους διήρκεσε ἀόριστα
    κοινότατος, ἀλλὰ κοινὸς σπανίως.

    Νεκροί, τῆς μέλλουσας ζωῆς ἀντίκλητοι,
    καὶ ἅγιοι πατέρων ἀνδριάντες,
    συμβούλια πρεσβύτερων καὶ σύγκλητοι,
    σοφοί, πεφωτισμένοι, ἱεροφάντες,
    γυαλίζω θυρεούς, κρεμῶ οἰκόσημα,
    τὰ μπάζα σας στολίζω μὲ γιρλάντες·
    ἂν εἶχα στὸν καιρό σας τέτοιο νόσημα
    θὰ μ’ ἔκανε βιβλίο ὁ Θερβάντες.

    ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η ΔΙΚΗ



«ἡ ἐνοχὴ ἀποσβήνεται μὲ καταβολὴ»
ἄρθρο 416 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος


Ἄς ἡσυχάσουμε –ξεκίνησε ἡ δίκη∙
πρῶτος μας μάρτυρας ὁ φόβος τοῦ κενοῦ∙
δὲν ἔχει τίποτε νὰ πῇ: οὐρανομήκη
χειροκροτήματα ἐκ μέρους τοῦ κοινοῦ.

Πάνω οἱ ἔνορκες σιωπὲς στὴν ἀμφιλύκη
καθὼς θροΐζουν οἱ πτυχώσεις τ’οὐρανοῦ
ψηφίζουν «ἔνοχος». Τραβοῦν ἀπ’τὸ μανίκι
οἱ δεσμοφύλακες τὸν χρόνο καὶ τὸν νοῦ.

Θ’ ἀντέξῃ κάμποσο κι αὐτὸ τὸ πρωινὸ
σ’ἕνα κελλὶ μέχρι νὰ ‘ρθῇ τὸ μεσημέρι
κι ὅπως σηκώνουν σὲ πορεία τὸ πανὼ

ἔτσι θὰ σφίξῃ ἀνεμπόδιστα τὸ χέρι
τὰ κάγκελλα, ποὺ ἀπὸ πίσω τους θὰ δῇ
ὅ,τι φοβόταν ν’ἀντικρύσῃ ἀπὸ παιδί.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΣΑΒΒΑΤΟ


         

                                     
                                                                   


                                                                 Σάββατόν ἐστι· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράββατον
                                                                                                                                                 Ἰω 5,10
                                                                                           Θὰ καίγονταν τὰ σπλάχνα τ’οὐρανοῦ
                                                                                                                          Διονύσης Καψάλης

  
Πρωὶ καὶ ἀνατέλλει πάλι Σάββατο
-ἡμέρα πρὸ πολλοῦ περαιωθεῖσα-
τὸ φῶς θ’ἀποκαλύψῃ ὅ,τι ἄβατο
ἐξίσωνε μὲ τ’ἄνισα τὰ ἴσα.
Πρωί· μὲ τροχαλίες κατεβάζουνε
τὰ σπλάχνα τ’οὐρανοῦ κι ὑπερμεγέθη
συρμάτινα σχοινιὰ τὴν γῆ τραντάζουνε
-ὁ σπάγκος τὶς παλάμες σου ἀλέθει.


Πλατφόρμες, γερανοί, ἀλυσοπρίονα·
ξεστήνουνε τῆς νύχτας τὴν ἐξέδρα,
τὸν χρόνο αἰωρούμενη δυσοίωνα
μετρᾷ σὰν ἐκκρεμὲς ξανὰ ἡ Φαίδρα,
ἡ μέρα μεταδίδεται σὰν πρόγραμμα
γραμμένο σὲ κασσέτα: ἡ Ῥεβέκκα
ἢ κάποιο της ἀνώνυμο ὁλόγραμμα,
ἡ Θάμαρ, τελοσπάντων, μιὰ γυναῖκα


θὰ πάρῃ στὸν λαιμό της δῆθεν θύματα
τοὺς ἄντρες (πάντα οἱ ἴδιες ἱστορίες),
οἱ κήρυκες, οἱ ῥήτορες στὰ βήματα,
οἱ φόβοι, οἱ χαμένες εὐκαιρίες.
Αἰῶνες σὲ διάδρομο ποὺ κύλησαν,
θαρρεῖς γυμναστικῆς καὶ τώρα νιώθεις
τὴν κούρασι, οἱ πνεύμονες ξεχείλισαν
καὶ σκέφτεσαι πὼς δὲν ἐδικαιώθης.


Καὶ σκέφτεσαι πρ
ός τί ἡ μετακόμισι,
σφυριὰ καὶ τροχαλίες καὶ πριόνια
(ἡ ὥρα περασμένες πῆγε δυόμιση)
ἀφ’οὗ ἀκινητοῦνε καὶ τὰ χρόνια;
Πρωὶ καὶ ἀνατέλλει πάλι Σάββατο,
μονάχα Σάββατο· τὸ ἤξερες κι ἐν τούτοις
στὶς πλάτες σου κουβάλησες τὸν κράββατο
(μ’ἐκεῖνον θὰ σὲ εἶχε τοῦ χεριοῦ της).



ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ














Σύνορο ἅπλωσαν γυαλὶ 
καὶ μὲ διχοτομῆσαν,
ἀπέναντί μου μιὰ μορφὴ
σὰν ἄλλος ἑαυτός μου
ποὺ στέρεα χτίσαν
μιὰ στιγμή
τραβάει ἀπ'τὸ φῶς μου.

Κι ὅταν τὴν βλέπω ἀντικρυστὰ 
ποὺ ὅ,τι κι ἂν κάμω κάμει
ὅλο κοιτάω πιὸ βαθιὰ
καὶ ὅλο ἀναρωτιέμαι
μὴ καὶ τὸ τζάμι 
μὲ κοιτᾷ
ἢ μόνος μου κοιτιέμαι.

 ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

 Εἰκόνα: Νάρκισσος, Καραβάτζιο, Ἐθνικὴ Πινακοθήκη Παλαιᾶς Τέχνης, Ῥώμη

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ





















Άνέβηκε το θάνατου ξία
σ’ να μερονύχτιο αγδαίως
βουβός ποιητής κα πάντα νέος
μετρ τ’ πόθεμά του σ’ μβροσία.
Πόση το μένει κόμη θανασία
στοχάζεται νίοτε μ δέος
καθώς στν γορά σπεύδει ταχέως
ποντάροντας στν δια πελατεία.
Θα ’ρθον κοντά του πάλι ν’ γοράσουν
μ νόμισμα παρήγορα τόφιο
κενοι πο φοβονται ν γεράσουν,
ν’ φήσουν τ κορμί τους κάπου ψόφιο
πληρώνοντας δρά τν αταπάτη
πς εναι ζωή τους να κάτι.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

ΕΤΩΝ 25

                                

                
                                                     στὸν Κώστα Κουτσουρέλη

Ἀμυγδαλιὰ ποὺ βιάζεται ν’ ἀνθίσῃ
ὁ κόσμος σ’ ἕνα κάμπο ἠλεκτροφόρο
μὲ πρίζα εὐχρηστότερη τὴ φύσι

νὰ θέτῃ ἀνεμπόδιστα τὸν ὅρο
ὑποταγῆς στὰ ὅσα ὑπαγορεύει
ἡ ὕπαρξι στὸν χρόνο καὶ στὸν χῶρο

κι ἡ ἀνάγκη νὰ ὑποβάλλουμε τὰ σέβη
στὸ βάθρο τοῦ μαρμάρινου ἀνδριάντα
τῆς λογικῆς ποὺ πλέον περισσεύει



καθὼς ἀργοτσουλᾶμε στὰ τριάντα.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

εἰκόνα:  Τισιανός, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γάντι, Λοῦβρο, Παρίσι