Α
ΠΑΓΩΝΙ
Τὰ χίλια μάτια πάνω σου, παγώνι,
σὰν ἄστρα σκοτεινιᾶς χωρὶς
φεγγάρι,
γιὰ βάσκαμα ῤαμμένο φυλαχτάρι
στοῦ φτερωτοῦ οὐρανοῦ
σου τὸ σεντόνι
—γαλάζιο ὑφάδι, πράσινο στημόνι—
ποὺ ἀνοίγει παίνεμα ὅλο καὶ καμάρι.
Κι ἂν μοῦ ᾽ριξες μεμιᾶς ὅλη
τὴν χάρι
σὲ μιὰ ματιὰ χιλιόμματη καὶ μόνη
ἀδιάφορα γυρνῶ ἀλλοῦ τὸ βλέμμα
γυρεύοντας δυὸ κύκλους ὅλο νάζι
ποὺ κάποτε μὲ δέσανε μὲ γνέμα
καὶ τίποτ᾽ ἄλλο πλέον δὲν μὲ νοιάζει·
σὲ κάποια κόλασι ἀπὸ τότε πῆγα·
τὰ χίλια μάτια σου, παγώνι, λίγα.
Β
ΚΑΛΕΣΜΑ
Χεράκια καμωμένα ἀπὸ
σεντέφι
μαράθηκαν καὶ πέσανε σὰν
ξύλα
ἀγάπη μόνη μένει νὰ τὰ
τρέφῃ
τοῦ ἔρωτά μου κάποια ἀνατριχίλα.
Τὰ μάτια σου ἡ θλῖψι κάτω
στρέφει
στὰ ὅσα ξεραμένα σέρνει
φύλλα
ὁ ἄνεμος ποὺ πύκνωσε τὰ
νέφη
ἀπάνω μας σὲ θάνατου
μαυρίλα.
Σιμά μου μόνο γεῖρε καὶ
κοιμήσου
καθὼς θὰ μᾶς ῤαντίζουνε
οἱ στάλες
κι ἀπόθεσε στεφάνι τὴν
ζωή σου
στοῦ πόθου μου τὶς
μαρμαρένιες σκάλες·
ἀμάραντη θὰ στέκῃ σὰν σὲ
μνῆμα
θαμμένο ποὔχει τὸ παλιό
μας κρῖμα.
Γ
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ
Τῆς λίμνης νούφαρα ἀρωματώδη,
ταφόπλακες ὑγροῦ
κοιμητηρίου,
γενῆτε τοῦ παρθένου μου
σαρκίου
νεκρόρρουχα καὶ στόλισμα
γιὰ ξόδι.
Ἐμένα μὲ τυλίξαν ἐρεβώδη
τὰ σκότη τοῦ ἐπίγειού
μου βίου
κι εἶμαι εἰκόνα κάποιου ἐρειπίου
ποὺ ὕστατο γυρεύει κατευόδι.
Τοῦ κύρη μου τὴν πρόσχαρη
ἀγκάλη
ποὺ σβήστηκ᾽ ἀπὸ χέρι
λατρεμένο
στὰ βάθη τῶν νερῶν θὰ βρῶ
καὶ πάλι,
σ᾽ ἀβύσσου σπιτικὸ
πλημμυρισμένο·
στ᾽ ἀμόλευτο τ᾽ ἁβρό μου
τὸ λαγόνι
τὸν ᾋδη ὁ Ποσειδώνας θ᾽ ἀνταμώνῃ.
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ
το παγώνι εξαιρετικό. Γ. Βαρθαλίτης
ΑπάντησηΔιαγραφή