Άνέβηκε τοῦ θάνατου ἡ ἀξία
σ’ ἕνα ἡμερονύχτιο ῥαγδαίως
βουβός ὁ ποιητής καὶ πάντα νέος
μετρᾷ τ’ ἀπόθεμά του σ’ ἀμβροσία.
Πόση τοῦ μένει ἀκόμη ἀθανασία
στοχάζεται ἐνίοτε μὲ δέος
καθώς στὴν ἀγορά σπεύδει ταχέως
ποντάροντας στὴν ἴδια πελατεία.
Θα ’ρθοῦν κοντά του πάλι ν’ ἀγοράσουν
μὲ νόμισμα παρήγορα ἀτόφιο
ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται νὰ γεράσουν,
ν’ ἀφήσουν τὸ κορμί τους κάπου ψόφιο
πληρώνοντας ἁδρά τὴν αὐταπάτη
πὼς εἶναι ἡ ζωή τους ἕνα κάτι.
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου