Υἱὸς
θνητῶν ἐγὼ κι Ἐκεῖνος ἄρρητος,
μὰ
μ’ ἔχρισε προφήτη τοῦ λαοῦ Του,
ἱκέτη
ἐπιχθόνιο τῆς χάριτος
κι
ἀντίκλητο στὴν γῆ τοῦ οὐρανοῦ Του.
Καὶ
τί νὰ προφητεύσω τώρα -ἀλίμονο-
σ’ἕνα
λαὸ ποὺ πιὰ λαὸς δὲν εἶναι,
μὰ
μόνο στῖφος πορνικὸ κι ἐπίμονο
στὸ
ψέμμα του, σκυφτὸ στὸ θεαθῆναι;
Ἔθνος
μοιχό, κυήματα τῆς Γέενας
ποιός
σᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας;
Ἰδοὺ
τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο τῆς λέαινας
βρυχᾶται
τὸν ὀλέθριο χαμό σας,
ἰδοὺ
συντρίβονται ὀροφὲς καὶ κίονες,
τὰ
τείχη γίνονται ἕνα μὲ τὸ χῶμα
κι
ἀντίλαλος στοὺς δρόμους οἱ δυσοίωνες
τοῦ
σκύλου ὑλακὲς ποὺ σέρνει πτῶμα.
Ἰδοὺ
οἱ πόλεις σου Ἰούδα ἀπύλωτες
σὰν
πόρνες ποὺ ἀνοίγουνε τὰ σκέλη,
σφυρίζει
τὸ καμτσίκι τώρα κι εἵλωτες
τοὺς
γιοὺς στὴν Βαβυλῶνα ξαποστέλλει
πατέρων
ποὺ τὰ μάτια τὸ μαρκάλεμα
πρὶν
κλείσουν εἶδαν ἄτιμο τῆς νύφης
καὶ
μέσα στὸ στερνό τους ἀργοσάλεμα
Θεέ
μου, τὸν λαό σου νὰ ἐξαλείφῃς.
Ἄκου
Σιών, τὰ ἔργα σου εἱλητάρια
τὰ
πρόστυχα δὲν χώρεσαν χιλιάδες
κι
ἐσὺ κι ἡ ἀδελφή σου ἡ Σαμάρεια
πουτάνες
τῶν εἰδώλων καὶ μαινάδες,
πῶς
τρέχατε ξοπίσω ἀπὸ σφυρήλατους,
ἀνάγλυφους,
χυτοὺς καὶ λαξεμένους
θεοὺς
καὶ βουτηγμένες στὴν σαπίλα τους
πορνεύατε
στὰ ἄλση τοῦ τεμένους,
τοῦ
Βάαλ, τῆς Ἀστάρτης, τελισκόμενες,
αἰσχρὰ
μπογιατισμένες μὲ τὸ στίμμι,
μὲ
ὄργια σὲ ξόανα δεόμενες
προγράφατε
τοῦ γένους σας τὴν λύμη.
Τέτοιοι
σᾶς πρέπανε θεοί, σωσίες σας,
κουφοί,
βουβοί, τυφλοί, ἀκινητοῦντες,
ἀνίσχυροι
μπροστὰ στὶς ἱκεσίες σας,
ἀκίνδυνοι
γιὰ ὑπήκοους καὶ κρατοῦντες,
λιθάρια
μὲ ἐσθῆτες καὶ φορέματα,
τὸ
τίποτε ντυμένο μὲ τὸ κάτι,
συνένοχοι
στὰ οἰκτρά σας μασκαρέματα,
ἕν’
ἄλλοθι γιὰ κάθε σας ἀπάτη·
τέτοιοι
σᾶς πρέπανε θεοί, ἐπίγειοι,
μὲ
κίναιδους προπόλους καὶ προφῆτες,
τοὺς
θέλατε καὶ θέλατε νὰ φύγῃ ἡ
εὐθύνη
ἀπὸ σᾶς Ἰσραηλῖτες.
Ἰδοὺ
λοιπόν: ὁ οἶκος σας τετέλεσται,
ἡ
πόλις ἡ ἁγία σας ἑάλω,
στὰ
ἔθνη τώρα πιὰ δὲν θ’ἀναγγέλεστε
μαζὶ
μὲ τ’ὄνομά Του τὸ μεγάλο.
Πενθῆστε
τὸν Θαμμούζ σας μὲ ἀντίφωνα,
μὲ
κλάμματα, μὲ δάκρυα, μὲ θρῆνο,
ἰδοὺ
τὸν βασιλέα σας στὸν κύφωνα
αἰχμάλωτο,
τυφλὸ τὸν παραδίνω.
Φωτιὰ
παντοῦ γιὰ σᾶς τὸ κατευόδωμα
τὴν
χώρα ποὺ μολύνατε ξεγράφει,
δὲν
εἶστε ὁ λαός μου, εἶστε Σόδομα,
σὰν
Σόδομα πνιχτῆτε στὸ θειάφι,
μισῆστε
τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν Κύριο,
πτώματα
σεῖς, ὀστᾶ γυμνά, κρανία,
ὁλόκληρη
ἡ Ἰουδαία κοιμητήριο
καὶ
τάφοι σας γινῆκαν τὰ πορνεῖα.
Μονάχα
σκελετοὶ σ’ ἕν’ ἀτελείωτο
πεδίο
ἀπὸ σᾶς ὅ,τι ἀπομένει
κι
αὐτὸ ποὺ θεωρούσατε ἀναλλοίωτο
χλευάζει
τώρα ὅλη ἡ οἰκουμένη.
Κι
ἐγώ, ποὺ σπλάχνα λὲν πὼς ἔχω βράχινα,
κι
ὡστόσο εἶμαι σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός σας,
τοὺς
στίχους μου στὸν πόνο μου κι ἂν τράχυνα
χαμό
μου λογαριάζω τὸν χαμό σας.
***
Καὶ
μ’ἔφερε στὸν κάμπο μὲ τὰ κόκκαλα,
σημεῖα
ὁρατὰ τοῦ Ἀοράτου,
σαρίδια, περιτρίμματα καὶ φρόκαλα,
τὰ
λάφυρα τῆς δόξας τοῦ θανάτου,
ὀστᾶ
ξηρά, καὶ διέταξε: «προφήτευσε
ζωὴ
πὼς θ’ἀποκτήσουνε καὶ πνεῦμα,
ὁ
ὄλεθρος στὶς σάρκες τους ποὺ θήτευσε
θὰ
σβήσῃ μὲ τὸ θεῖο μου τὸ νεῦμα
κι
ἐκεῖ ποὺ ὁ σκορπιὸς φρικτὸς δυνάμωνε
τοῦ
σκώληκα τὴν πεῖνα καὶ τοῦ γύπα
κι
ὁ θάνατος τὸν θάνατο ἀντάμωνε,
ζωὴ
θ’ἀναβλαστήσῃ ὅπως εἶπα.
Ὁ
Κύριος, ἐγώ, ἰδοὺ ἐντέλλομαι,
ὁ
Λόγος μου κι Ἐγὼ εἴμαστε ἕνα,
ἐλπίδα
τῶν μελλόντων μόνη μέλλομαι
καὶ
Θάνατος κι Ἀνάστασι καὶ Γέννα».
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ